- κατάβραδα
- επίρρ. σε πολύ προχωρημένη ώρα το βράδυ, τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -βραδα (< βράδυ), πρβλ. κοντό-βραδα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάβραδα — επίρρ. χρον., πολύ αργά το βράδυ: Μας ήρθε κατάβραδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek